- οχύρωμα
- το, -ατοςέργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης … Dictionary of Greek
Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες … Dictionary of Greek
ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα … Dictionary of Greek